- ελίγδην
- επίρρ. зигзагом, зигзагами, лавируя;
ελίγδην
πλους — движение зигзагами, лавирование (о судах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελίγδην
πλους — движение зигзагами, лавирование (о судах)Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἑλίγδην — whirling indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελίγδην — (Α ἑλίγδην) επίρρ. με περιστροφική κίνηση νεοελλ. φρ. «ελίγδην πλους» πλους με ελιγμούς για την αποφυγή υποβρυχιακών επιθέσεων … Dictionary of Greek
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek